- ζήτας
- οαυτός που έχει τη συνήθεια να ζητάει, ο ζητιάνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προστ. ενεστ. ζήτα + κατάλ. -ς ονομαστ. αρσ. ονομάτων (γράψα-ς, κλάψα-ς, ταμία-ς, χειμώνα-ς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζητώ — και ζητάω ησα, ήθηκα, ζητημένος 1. ερευνώ, ψάχνω: Ζητάει να βρει το χαμένο του παιδί. 2. επιδιώκω, διεκδικώ: Ζητάς τα αδύνατα. – Ζητώ εκδίκηση. – Ζητώ μόνον αυτά που δικαιούμαι. 3. ζητιανεύω, θέλω κάτι από κάποιον: Ζητάει χρήματα από όλους. – Τι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) … Wikipedia
Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 … Deutsch Wikipedia
Mazonakis — Giorgos Mazonakis (griechisch: Γιώργος Μαζωνάκης, auch George Mazonakis) (* 4. März 1972 in Nikaia, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 Best Of s/Remixes … Deutsch Wikipedia
Michalis Hatzigiannis — Mihalis Hatzigiannis Mihalis Hatzigiannis (Μιχάλης Χατζηγιάννης), né à Nicosie (Chypre) le 5 novembre 1978, est l un des plus populaires chanteurs est compositeur grec actuel. Sommaire 1 Biographie 2 Discographie 3 Contributions artistiques … Wikipédia en Français
Mihalis Hatzigiannis — (Μιχάλης Χατζηγιάννης), né à Nicosie (Chypre) le 5 novembre 1978, est un chanteur compositeur chypriote grec. Sommaire 1 Biographie 2 Discographie 3 Contributions artistiques … Wikipédia en Français
ανεύθυνος — η, ο (Α ἀνεύθυνος, ον) [ευθύνω] 1. αυτός που δεν φέρει ευθύνη για κάτι 2. αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, ακαταλόγιστος 3. αυτός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ο χωρίς αίσθημα ευθύνης νεοελλ.) (ποιν.) το… … Dictionary of Greek
γρόσι — το 1. νόμισμα τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου που ισοδυναμεί με το 1 / 100 τής τουρκικής ή αιγυπτιακής λίρας και με 40 παράδες 2. πληθ. τα γρόσ(ι) α χρήματα 3. φρ. α) «έχεις γρόσια, έχεις γλώσσα» μόνο ο πλούσιος μπορεί να μιλάει ελεύθερα β) «κάθε… … Dictionary of Greek
εμ — (I) ἐμ (Α) (πρόθεση) ἐν ἡ εἰς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εν]. (II) (και έμι, έμου, όμου, χέμι, χέμα) επιφώνυμα που εκφράζει: α) δυσανασχέτηση («εμ, στα λεγα αλλά δε μ άκουγες») β) απορία («εμ, τί να σού κάνει κι αυτή η δύστυχη») γ) εγκατέρτηση («εμ, τί να… … Dictionary of Greek
μίζερος — η, ο (Μ μίζερος, η, ον) 1. άθλιος, δυστυχής, φτωχός 2. φιλάργυρος, τσιγκούνης («μη ζητάς από αυτόν δανεικά, γιατί είναι μίζερος») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, γκρινιάρης («είναι πολύ μίζερος άνθρωπος») 2. (για πράγματα) … Dictionary of Greek